- κακόλεκτρος
- κᾰκό-λεκτρος, ον,A = κακόγαμος, Opp.C.1.261.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόλεκτρος — κακόλεκτρος, ον (Α) κακόγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λέκτρον «κλίνη»] … Dictionary of Greek
κακόλεκτρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek